- λιανο(ν)τούφεκο
- το1. όπλο ελαφρύ.2. αραιοί τουφεκισμοί: Από το βουνό ακούστηκαν λιανο(ν)τούφεκα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.